- προεμβατήριος
- προ-εμ-βατήριος, den προεμβάτης betreffend, γέρας, die Belohnung dessen, der beim Entern zuerst das feindliche Schiff besteigt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προεμβατήριος — ον, Α αυτός που ανήκει στον προεμβάτη («γέρας προεμβατήριον» η αμοιβή που δίνεται στον προεμβάτη, Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προεμβάτης «αυτός που πηδάει πρώτος σε εχθρικό πλοίο» + κατάλ. τήριος (πρβλ. επιβα τήριος)] … Dictionary of Greek
προεμβατήριον — προεμβατήριος belonging to a masc/fem acc sg προεμβατήριος belonging to a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)